αποστυφω

αποστυφω
    ἀποστύφω
    ἀπο-στύφω
    (ῡ) быть вяжущим (на вкус), стягивать
    

(δριμέα ἀποστύφει Arst.; ἄχερδος ἀποστύφουσα φάρυγα Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποστυφω" в других словарях:

  • αποστύφω — ἀποστύφω (AM) κάνω κάτι να στερέψει αρχ. 1. σουφρώνω τα χείλη (όπως όταν δοκιμάζω κάτι στυφό) 2. ( ομαι) παύω να ρέω, στερεύω …   Dictionary of Greek

  • ἀποστῦψαι — ἀποστύφω draw up aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστύφῃ — ἀποστύ̱φῃ , ἀποστύφω draw up pres subj mp 2nd sg ἀποστύ̱φῃ , ἀποστύφω draw up pres ind mp 2nd sg ἀποστύ̱φῃ , ἀποστύφω draw up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστύψει — ἀποστύ̱ψει , ἀποστύφω draw up aor subj act 3rd sg (epic) ἀποστύ̱ψει , ἀποστύφω draw up fut ind mid 2nd sg ἀποστύ̱ψει , ἀποστύφω draw up fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστύφει — ἀποστύ̱φει , ἀποστύφω draw up pres ind mp 2nd sg ἀποστύ̱φει , ἀποστύφω draw up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστύφοντα — ἀποστύ̱φοντα , ἀποστύφω draw up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποστύ̱φοντα , ἀποστύφω draw up pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστύφουσι — ἀποστύ̱φουσι , ἀποστύφω draw up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστύ̱φουσι , ἀποστύφω draw up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόστυφε — ἀπόστῡφε , ἀποστύφω draw up pres imperat act 2nd sg ἀπόστῡφε , ἀποστύφω draw up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαποστύφω — Α επιθέτω προηγουμένως κάτι στυπτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποστύφω «έχω την ιδιότητα, δημιουργώ το αίσθημα τού στυφού»] …   Dictionary of Greek

  • προαποστύψας — προαποστύ̱ψᾱς , πρό ἀποστύφω draw up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστυφθῇ — ἀποστῡφθῇ , ἀποστύφω draw up aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»